- ἐννεαπλασίων
- ἐννεαπλάσιοςninefoldfem gen plἐννεαπλάσιοςninefoldmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεαπλασίων — ἐννεαπλασίων, ον (Μ) εννεαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού εννεαπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)] … Dictionary of Greek